κλεψιά
Greek Monolingual
και κλεψά και κλεψία, η (AM κλεψία, Μ και κλεψιά)
κλέψιμο κλοπή (α. «τον έχει ταράξει στην κλεψιά» β. «σ' άλλους τόπους εννοώ κλεψίες, φόνους, κι όχι εδώ», Σολωμ.)
νεοελλ.
κρυφή απόλαυση
νεοελλ.-μσν.
1. κερδοσκοπία, υπερβολικό κέρδος, αισχροκέρδεια
2. λεηλασία
3. δόλος, απάτη
μσν.
1. υπερβολική σπατάλη
2. το κλοπιμαίο
3. (για πρόσ.) απαγωγή
4. κατάχρηση της εμπιστοσύνης κάποιου
5. αιφνιδιαστική επίθεση, αιφνιδιασμός του εχθρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἔ-κλεψ-α του κλέπτω + κατάλ. -ιά, πρβλ. γλειψιά, χαψιά].