κλονίζω
German (Pape)
[Seite 1456] = κλονέω, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλονίζω: κλονέω, ἡ γῆ πᾶσα κλονίζεται Ψευδο-Χρυσ. τ. 9, σ. 902C.
Greek Monolingual
(AM κλονίζω) σείω, τραντάζω, προκαλώ, απώλεια σταθερότητας («ολόκληρο το σπίτι κλονίστηκε από τον σεισμό»)
νεοελλ.
μτφ.
1. προκαλώ δισταγμούς ή ενδοιασμούς ή αμφιβολίες σε κάποιον (α. «η τελευταία του αποτυχία του κλόνισε την αυτοπεποίθηση» β. «η πίστη τών ανθρώπων κλονίζεται εύκολα»)
2. μέσ. κλονίζομαι
χάνω την ισορροπία μου ή τη σταθερότητά μου με κίνδυνο να πέσω, ταλαντεύομαι («το δολάριο τώρα τελευταία κλονίζεται σοβαρά»)
νεοελλ.-μσν.
1. βλάπτω, υποσκάπτω («η υπερκόπωση κλόνισε σοβαρά την υγεία της»)
2. σαλεύω, κουνιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκλόνησα του κλονῶ, κατά το σχήμα ἔσχισα: σχίζω.