κοιρανέω
English (LSJ)
poet. Verb,
A to be lord or be master, rule, command, in Hom., 1. of a military leader, ὣς ὅ γε κοιρανέων δίεπε στρατόν Il.2.207, cf. 4.250; μάχην ἀνὰ κοιρανέοντα 5.824; πόλεμον κάτα κοιρανέουσιν ib.332.
2 of a king in peace, Λυκίην κάτα κοιρανέουσιν 12.318; of the suitors (princes) in Ithaca, Od.1.247, al.
II later c. gen., to be lord of, Hes.Th.331, A.Pers.214: c. dat., θεοῖσι κ. Id.Pr.49; Ep.impf. κοιρανέεσκεν A.R.2.998: abs., τὸν νῦν κοιρανοῦντα A.Pr.958: c. acc., lead, arrange, χορούς Pi.O.14.9:—Pass., Call. Del.167.
German (Pape)
[Seite 1470] Herrscher sein, herrschen, gebieten, obwalten, sowohl vom Oberbefehl im Kriege, als von der Herrscher- u. Richtergewalt des Königs im Frieden; Hom., theils absolut, ἃς ὅ γε κοιρανέων δίεπε στρατόν, Il. 2, 207. 4, 250, wie Aesch. Prom. 960, theils, was häufiger ist, mit Präpositionen, μάχην ἀνὰ κοιρανέοντα Il. 5, 824, (θεαὶ) αἵτ' ἀνδρῶν πόλεμον κάτα κοιρανέουσιν ib. 332, οὐ μὰν ἀκληεῖς Λυκίην κάτα κοιρανέουσιν βασιλῆες 12, 318; Od. 1, 247 von der vornehmen Stellung der Freier in Ithaka; – Pind. vrbdt es mit dem acc., θεοὶ κοιρανέοισιν χορούς, Ol. 14, 9; – c. gen., Aesch. σωθεὶς δ' ὁμοίως τῆσδε κοιρανεῖ χθονός, er beherrscht dies Land, Pers. 210; ähnlich Opp. λεόντων κοιρανικῶν Λίβυες μέγα κοιρανέουσι λέοντες, Cyn. 3, 41, unter den gebietenden Löwen herrschen die Libyschen; – c. dat., Ap. Rh. 2, 998 τῇσιν τότε κοιρανέεσκεν.
French (Bailly abrégé)
κοιρανῶ :
être maître, commander, τινι : μάχην ἄνα IL, πόλεμον κάτα IL commander pendant le combat, à la guerre ; Ἰθάκην κάτα OD, Λυκίην κάτα IL régner à Ithaque, en Lycie ; τινος, τινι, commander à qqn ou à qch.
Étymologie: κοίρανος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοιρανέω [κοίρανος] Ion. ptc. praes. κοιρανέων, aanvoerder zijn, leiden, heersen:; ὥς ὅ γε κοιρανέων δίεπε στρατόν zo bracht hij als aanvoeder het leger onder controle Il. 2.207; met gen.:; τῆσδε κοιρανεῖ χθονός hij is leider van dit land Aeschl. Pers. 214; met dat.: θεοῖσι κοιρανεῖν heersen onder de goden Aeschl. PV 49.
Russian (Dvoretsky)
κοιρᾰνέω:
1 управлять, повелевать, властвовать: κ. μάχην ἄνα Hom. руководить сражением; κ. πόλεμον κάτα Hom. направлять военные действия;
2 править, царствовать (Λυκίην κάτα, Ἰθάκην κάτα Hom.; τῆσδε χθονός Aesch.);
3 управлять, руководить (χορούς Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
κοιρᾰνέω: μέλλ. -ήσω, (κοίρανος)· ― ποητ. ῥῆμα, εἶμαι κύριος, διευθύνω, κυβερνῶ, διατάσσω. 1) ἐπὶ στρατηγοῦ, ὡς ὅγε κοιρανέων δίεπε στρατὸν Ἰλ. Β. 207., Δ. 250· μάχην ἄνα κοιρανέοντα Ε. 824· πόλεμον κάτα κοιρανέουσιν αὐτόθι 332· 2) ἐπὶ τῆς κανονικῆς καὶ ἐννόμου ἐξουσίας τοῦ βασιλέως ἐν καιρῷ εἰρήνης, Λυκίην κάτα κοιρανέουσιν Μ. 318· Ἰθάκην κάτα κ. Ὀδ. Α. 247. 3) ἐπὶ τῆς ἀδίκου καὶ ἀνόμου ἐξουσίας ἣν οἱ μνηστῆρες ἐξήσκουν ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Ὀδυσσέως, συχν. ἐν τῇ Ὀδ. ΙΙ. πλὴν τῆς Ὁμηρ. χρήσεως, εὑρίσκομεν τὸ ῥῆμα τοῦτο μετὰ γεν., εἶμαι κύριός τινος, ὡς τὸ κρατέω, κτλ., Ἡσ. Θ. 331, Αἰσχ. Πέρσ. 214 (ἔνθα ὅμως ἀπαιτεῖται μέλλων τις, ὡς, ποιμανεῖ ἢ δεσπόσει, καθ’ ἃ παρατηρεῖ ὁ Δινδόρφιος)· μετὰ δοτ. ὡς τὸ ἀνάσσω, Αἰσχύλ. Πρ. 49, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 998· ἀπόλ., τὸν νῦν κοιρανοῦντα Αἰσχύλ. Πρ. 958· ― καὶ μετ’ αἰτ., ὁδηγῶ, διευθετῶ, Πινδ. Ο. 14. 12.
English (Autenrieth)
(κοίρανος): belord or ruler, rule, ἀνά, κατά, διά τινας, whether in war or peace; of the suitors of Penelope, ‘playing the lord,’ ‘lording it,’ Od. 13.377.
English (Slater)
κοιρᾰνέω arrange οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας (O. 14.9)
Greek Monotonic
κοιρᾰνέω: μέλ. -ήσω (κοίρανος),
I. είμαι άρχοντας ή αφέντης, διαφεντεύω, προστάζω, σε Όμηρ.
II. με γεν., είμαι αφέντης κάποιου, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· επίσης, με δοτ., σε Αισχύλ.
Middle Liddell
κοίρανος
I. to be lord or master, to rule, command, Hom.
II. c. gen. to be lord of, Hes., Aesch.; also, c. dat., Aesch.