κονίσαλος
English (LSJ)
[ῑ], in later Mss. sometimes wrongly κονίσσαλος, ὁ, (κόνις)
A cloud of dust, ὣς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ κ. ὄρνυτ' ἀελλής Il.3.13; λευκοὶ ὕπερθε γένοντο κονισάλῳ 5.503, cf. 22.401.
II the mixed dust, oil and sweat on wrestlers, Gal.12.283.
III a demon of the same class as Priapus, Ar.Lys.982 (ubi v. Sch.), Pl.Com.174.13, cf. Str.13.1.12, SIG1027.10 (Cos).
2 lascivious dance, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1481] richtiger als κονίσσαλος, von κόνις, Staub, Staubwirbel, aber schwerlich mit σαλεύω od. ἅλλομαι zusammengesetzt; ἃς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ κονίσαλος ὤρνυτ' ἀελλὴς ἐρχομένων Il. 3, 13; λευκοὶ ὕπερθ' ἐγένοντο κονισάλῳ 5, 502, öfter; auch bei Sp. – In Athen eine Art Dämon, wie Priapus, Ar. Lys. 982, vgl. Ath. X, 441 f; Strab. XIII, 588.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
nuage de poussière.
Étymologie: κόνις, σαλεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κονίσαλος -ου, ὁ [κόνις, ~ σαλεύω] stofwolk. Konisalos (godheid, vergelijkbaar met Priapus).
Russian (Dvoretsky)
κονίσᾰλος: (ῑ) ὁ песок, песчаный столб, туча пыли (τῶν ὑπὸ ποσσὶ κ. ὤρνυτο Hom.): λευκοὶ ὕπερθ᾽ ἐγένοντο κονισάλῳ Hom. (ахейцы) сверху стали белые от пыли.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κονίσαλος, ὁ (ΑM)
σύννεφο σκόνης, στρόβιλος («πνεύσαντος ἀνέμου σφοδροῦ... ὁ κονίσαλος ἐς ουρανὸν αὐτὸν ἦρτο», Άνν. Κομν.)
αρχ.
1. σκόνη αναμιγμένη με το λάδι και τον ιδρώτα τών παλαιστών («ὁ ἱδρὼς τῶν γυμναζομένων, μειχθείς τῷ πάτῳ, συντελεῖ πρὸς διαφόρησιν ὄγκων τῶν παρὰ φύσιν
κονίσαλον δὲ ὀνομάζουσιν αὐτὸν ἔνιοι τῶν περιέργως ἀττικιζόντων», Ευστ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) είδος άσεμνου χορού σατύρων
3. ως κύριο όν. ὁ Κονίσαλος
θεότητα που ταυτιζόταν με τον Πρίαπο ή τον Ορθάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + σάλος.
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
κονίσᾰλος: ῑ, ἐν μεταγ. Ἀντιγράφ., ἐνίοτε ἡμαρτημένως, κονίσσαλος, ὁ· (κόνις)· ― νέφος κονιορτοῦ, ὣς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ κονίσαλος ὤρνυτ’ ἀελλὴς Ἰλ. Γ. 13· λευκοὶ ὕπερθ’ ἐγένοντο κονισάλῳ Ε. 503, πρβλ. Χ. 401. ΙΙ. ἡ μεμιγμένη κόνις μετὰ τοῦ ἐλαίου καὶ τοῦ ἱδρῶτος τῶν παλαιστῶν, Γαλην. 13. 286. ΙΙΙ. δαίμων τις τῆς αὐτῆς καὶ ὁ Πρίαπος τάξεως, Ἀριστοφ. Λυσ. 981 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 13, πρβλ. Στράβ. 588· ― ὡσαύτως εἶδος χοροῦ ἀσέμνου, «σκίρτησις σατυρικὴ ἡ τῶν ἐντεταμένων τὰ αἰδοῖα» Ἡσύχ.
Middle Liddell
Mantoulidis Etymological
(=σύννεφο σκόνης). Ἀπό τό κόνις + σάλος (=ταραχή). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήμ. κονιάω καί σαλεύω.