κοπέλι
Greek Monolingual
το (Μ κοπέλλι)
1. αρσενικό παιδί, αγόρι, τέκνο
2. νεαρός, νέος άνδρας
3. νεαρός υπηρέτης, ακόλουθος
4. βρέφος
5. μαθητευόμενος τεχνίτης ή εργάτης, τσιράκι, παραγιός
6. νόθο παιδί
νεοελλ.
παροιμ. α) «λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει» — με την επιμονή μπορούν να γίνουν και τα πιο δύσκολα πράγματα
β) «κατά τον Μαστρογιάννη και τα κοπέλια του» — οι υφιστάμενοι και οι μαθητευόμενοι έχουν τα ίδια ελαττώματα με τους προϊσταμένους και τους δασκάλους τους
μσν.
1. υπασπιστής
2. πολεμιστής στην υπηρεσία οπλαρχηγού
3. παιδί του δρόμου, χαμίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κοπέλλι(ν) < μσν. κοπέλλα + υποκορ. κατάλ. -ι(ν)].