κοτεινός

English (LSJ)

κοτεινή, κοτεινόν, = κοτήεις, cj. for σκοτεινόν in Pi.N.7.61 Boeckh.

German (Pape)

grollend, zürnend, ψόγος, nach Böckhs Verbesserung für σκοτεινός, Pind. N. 7.61.

Russian (Dvoretsky)

κοτεινός: гневный, злобный (ψόγος Pind. - v.l. к σκοτεινός).

Greek (Liddell-Scott)

κοτεινός: -ή, -όν, = κοτήεις, κατὰ Böckh ἐν Πινδ. Ν. 7. 90 (61), ἐπειδὴ τό σκοτεινὸν εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου, ὁ Bgk. κελαινόν.

Greek Monolingual

κοτεινός, -ή, -όν (Α)
κοτήεις, γεμάτος οργή και έχθρα, φθονερός, εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα -εινός (πρβλ. σκοτεινός, υγιεινός)].