κούνια
Greek Monolingual
η (Μ κούνια και κούνα)
1. το κρεβάτι του μωρού («κούνια μου κούνα το παιδί κι αν κλάψει δώσ' του γάλα», δημ. δίστιχο)
2. κάθισμα κρεμασμένο από κάπου με δύο αλυσίδες ή σχοινιά στο οποίο κάθεται και αιωρείται κάποιος, αιώρα
νεοελλ.
1. φρ. α) (για επίταση κακής σημ.) «από κούνια» — από μωρό («είναι άτιμος από κούνια»)
β) «κούνια που σέ κούναγε» — μην ελπίζεις, απατάσαι
2. παροιμ. «άσκημο στην κούνια, όμορφο στη ρούγα» — αν κάποιος είναι άσχημος κατά τη βρεφική ηλικία, όταν ενηλικιωθεί θα γίνει όμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuna (η κατάλ. -ια πιθ. με επίδραση του πληθ. κούνια του κούνιον) ή, κατ' άλλους, από το ρ. κουνώ].