κούπα
Greek Monolingual
η (ΑM κούπα)
νεοελλ.
1. είδος χαρτιών της τράπουλας στα οποία απεικονίζεται κόκκινο καρδιόσχημο σύμβολο και, παλαιότερα, απεικονιζόταν ποτήρι
2. είδος παιχνιδιού με τράπουλα
3. φρ. «γίναμε από κούπες» ή «τά κάναμε από κούπες» — φιλονικήσαμε, μαλώσαμε
4. το φυτό λάγυνος η κοινή
νεοελλ.-μσν.
1. ποτήρι, κύπελλο
2. βαθύ πιάτο
3. η περιεκτικότητα ενός κυπέλλου («έβαλα στο γλυκό δύο κούπες ζάχαρη»)
μσν.
1. αγγείο, μεγάλο δοχείο
2. λύχνος, ποτήρι καντήλας
αρχ.
θολωτή τάφρος, τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cupa «κύπελλο»].