κυβέρνηση

Greek Monolingual

η (AM κυβέρνησις, Α δωρ. τ. κυβέρνασις) κυβερνώ
1. διοίκηση, διεύθυνση (α. «την κυβέρνηση του σωματείου ανέλαβε ο αντιπρόεδρος λόγω ασθενείας του προέδρου» β. «μετά τον θάνατο του πατέρα της ανέλαβε την κυβέρνηση του σπιτιού» γ. «πολίων κυβερνάσεις», Πίνδ.)
2. η διεύθυνση πλοίου με το πηδάλιο («ναύτας στασιάζοντας πρὸς ἀλλήλους περὶ τῆς κυβερνήσεως», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. η εκτελεστική εξουσία σε μια χώρα, σε αντιδιαστολή με τη νομοθετική και τη δικαστική
2. το ανώτατο όργανο του κράτους που ασκεί την εκτελεστική εξουσία και τα μέλη που το αποτελούν, το υπουργικό συμβούλιοανασχηματισμός της κυβέρνησης»)
3. φρ. α) «κοινοβουλευτική κυβέρνηση» — η κυβέρνηση που προέρχεται από τους κόλπους του κοινοβουλίου το οποίο προέρχεται από ελεύθερες εκλογές και εκφράζει τη λαϊκή θέληση
β) «υπηρεσιακή κυβέρνηση» — κυβέρνηση που σχηματίζεται αποκλειστικά για διενέργεια εκλογών και απαρτίζεται από εξωκοινοβουλευτικά συνήθως πρόσωπα
γ) «δικτατορική κυβέρνηση» — η κυβέρνηση που συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες και καταλύει το Σύνταγμα
δ) «οικουμενική κυβέρνηση» — η κυβέρνηση που απαρτίζεται από υπουργούς οι οποίοι προέρχονται από όλα, ή σχεδόν όλα, τα κόμματα της Βουλής
ε) «Εφημερίς της Κυβερνήσεως» — επίσημη εφημερίδα του κράτους στην οποία δημοσιεύονται υποχρεωτικά κατά νόμο οι κατά το Σύνταγμα κυρούμενοι νόμοι, ο κανονισμός και οι πράξεις της Βουλής, τα προεδρικά διατάγματα και διαγγέλματα, οι κυβερνητικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, οι κανονιστικές πράξεις του υπουργικού συμβουλίου, του πρωθυπουργού και τών υπουργών ή υφυπουργών καθώς και κάθε άλλου οργάνου της διοίκησης, εκτός αν για αυτές τις τελευταίες υπάρχει ειδική διάταξη, και οι κατά νόμο δημοσιευτέες πράξεις νομικών προσώπων του Δημοσίου ή του Ιδιωτικού Δικαίου
μσν.
1. τρόπος συμπεριφοράς
2. εξυπηρέτηση, φροντίδα, περιποίηση
3. (σχετικά με παιδιά) διαπαιδαγώγηση.