λάμα

Greek Monolingual

(I)
η
μικρή, λεπτή μετάλλινη πλάκα κοπτικού εργαλείου («λάμα μαχαιριού»)
2. μικρό ξυραφάκι, λεπίδα που τοποθετείται σε ξυριστική μηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. lama < λατ. lamina «λεπίδα, λάμα» < ἐλαμένη, μτχ. του ἐλαύνω (πρβλ. έλασμα, έλαση)].
(II)
και λάμας, ο
1. θρησκειολ. βουδιστής μοναχός
ιερέας του θιβετιανού δόγματος
2. φρ. «δαλάι λάμα» — ο μέγας λάμα, ο αρχηγός του τάγματος Τζελούγκς-πα, τών βουδιστών του Θιβέτ, και, ως το 1959, πολιτικός ηγέτης της χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lama < θιβετιανό blama «ανώτερος». Η λ. στον τ. λάμας μαρτυρείται από το 1859 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη].
(III)
το
γένος αρτιοδάκτυλων τυλόποδων θηλαστικών της οικογένειας camelidae, με λεπτό σώμα, ψηλά πόδια και μακρύ λαιμό, κοντή ουρά, ισχυρά νύχια και μεγάλα μυτερά αφτιά, αλλ. προβατοκάμηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lama < γαλλ. lama < ισπ. llama < llama, λ. της γλώσσας Κέτσουα].
(IV)
και λάμμα, το
(στη μεταβυζαντινή ζωγραφική) οι διαβαθμίσεις ενός χρώματος, οι αποχρώσεις.