λαῖτμα

English (LSJ)

-ατος, τό, poet. Noun, depth or gulf of the sea, μέγα λ. θαλάσσης Od.4.504, 5.174, 9.260; ἁλὸς ἐς μέγα λ. Il.19.267, cf. Od.8.561; also alone, λ. μέγ' ἐκπερόωσιν 7.35, cf. 5.409, 7.276, Theoc.13.24, A.R.1.1299.

German (Pape)

[Seite 7] τό (λαω, λαιμός), der Meeresschlund, die Tiefe, νηυσὶ – πεποιθότες – λαῖτμα μέγ' ἐκπερόωσι, Od. 7, 35, öfter; ἁλὸς ἐς μέγα λαῖτμα, Il. 19, 267; auch sp. D., wie διεξάϊξε αἰετὸς ἃς μέγα λαῖτμα, Theocr. 13, 24. Vgl. Schol. Ap. Rh. 1, 1299. Übertr., ἐξέχεεν μέγα λαῖτμα νιφετοῖο, von der Rede, Tryph. 119.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
abîme de la mer, gouffre.
Étymologie: cf. λαιμός.

Russian (Dvoretsky)

λαῖτμα: ατος τό (только nom. и acc. sing.) пучина, бездна (ἁλός Hom.; μέγα Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

λαῖτμα: τό, ποιητ. ὄνομα, ὁ βυθὸς ἢ τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, μέγα λαῖτμα θαλάσσης Ὀδ. Δ. 504., Ε. 174., Ι. 260· ἁλὸς ἐς μέγα λ. Ἰλ. Τ. 207, πρβλ. Ὀδ. Θ. 561· ὡσαύτως μόνον, λαῖτμα μέγ’ ἐκπερόωσι Η. 35, πρβλ. Ε. 409., Η. 276, Θεόκρ. 13. 24, Ἡσύχ. (Πιθ. συγγενὲς τῷ λαιμός, λάμος, μετὰ παρεμβολῆς τοῦ γράμματος τ).

English (Autenrieth)

the great gulf or abyss of the sea, usually w. ἁλός or θαλάσσης. (Od. and Il. 19.267.)

Greek Monolingual

λαῑτμα, -ατος, τὸ (Α)
1. βάθος, άβυσσος της θάλασσας, βυθός («τον... πολιῆς ἁλὸς ἐς μέγα λαῑτμα ῤῖψ' ἐπιδινήσας, βόσιν ἰχθύων», Ομ. Ιλ.)
2. θαλάσσιο πέρασμα
3. πέλαγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαῖ-τμα ανάγεται στο θ. της λ. λαιμός και εμφανίζει επίθημα -μα με παρέκταση -τ- (πρβλ. άετ-μα)].

Greek Monotonic

λαῖτμα: -ατος, τό (λαιμός), βυθός ή βάθος της θάλασσας, μέγα λαῖτμα θαλάσσης, ἁλὸς λαῖτμα, σε Όμηρ.· μόνο του, λαῖτμα μέγ' ἐκπερόωσιν, σε Ομήρ. Οδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: depth, gulf of the sea (ep. Τ 267).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As "throat" beside λαι-μός (s. v.) with suffixal -τ-μα (ἄε-τ-μα; Chantraine Form. 180, Schwyzer 523); further isolated. The connection with λαιμός is not very convincing.

Middle Liddell

λαῖτμα, ατος, τό, λαιμός
the depth or gulf of the sea, μέγα λαῖτμα θαλάσσης, ἁλὸς λ. Hom.; alone, λαῖτμα μέγ' ἐκπερόωσι Od.

Frisk Etymology German

λαῖτμα: {laĩtma}
Grammar: n.
Meaning: Meerestiefe (ep. seit Τ 267).
Etymology: Als "Schlund" neben λαιμός (s. d.) mit suffixalem -τμα (ἄετ-μα; Chantraine Form. 180, Schwyzer 523); sonst isoliert.
Page 2,74