λιπώδης
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 52] ες, fettartig, fett, τὸ λιπῶδες, das Fett, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπώδης: -ες, (λίπος) λιπαρός, παχύς, πλήρης λίπους, ἐλαιώδης, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 1.
Greek Monolingual
-ες (Α λιπώδης, -ῶδες) λίπος
αυτός που έχει πολύ λίπος, λιπαρός, παχύς
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τις ιδιότητες του λίπους
2. φρ. α) «λιπώδης ιστός»
βιολ. τύπος ερειστικού ιστού που τα συστατικά του στοιχεία, δηλαδή τα λιποκύτταρα, είναι συγκεντρωμένα το ένα κοντά στο άλλο και η θεμέλια ουσία καθώς και οι δικτυωτές ίνες του περιορίζονται στο ελάχιστο και του οποίου πρωταρχικές λειτουργίες είναι η δημιουργία ενεργειακών αποθεμάτων για τον οργανισμό, η θερμομόνωση σε ορισμένα θαλάσσια κυρίως ομοιόθερμα ζώα ή η δημιουργία αποθέματος μεταβολικού νερού σε ζώα θερμών και ξηρών περιοχών
β) «λιπώδης εκφύλιση»
ιατρ. παθολογική εναπόθεση λίπους κυρίως στα κύτταρα του ήπατος, της καρδιάς και τών νεφρών, η οποία εμφανίζεται ως αποτέλεσμα υποξίας.