μαρτύριο

Greek Monolingual

το (AM μαρτύριον)
1. αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο (α. «τα δακτυλικά αποτυπώματα είναι το ισχυρότερο μαρτύριο της ενοχής του» β. «μαρτύριον δέ
Δήλου γὰρ καθαιρομένης...», Θουκ.)
2. κακοποίηση ή βασανιστήριο μέχρι θανάτου («οι χριστιανοί υπέστησαν πολλά μαρτύρια για την πίστη τους)
3. ο βίος ενός μάρτυρα της Εκκλησίας
4. ο τόπος όπου φυλάσσονται τα λείψανα ενός μάρτυρα της Εκκλησίας
5. κτίσματα που ανήγειραν οι πρώτοι χριστιανοί στους τάφους τών μαρτύρων
6. στον πληθ. τα Μαρτύρια
το Μαρτυρολόγιο
7. φρ. «οδός μαρτυρίου» — ο δρόμος που ακολούθησε ο Χριστός, φορτωμένος τον σταυρό, μέχρι τον Γολγοθά
νεοελλ.
φρ. α) «οδός μαρτυρίου» — επίπονες προσπάθειες για επίτευξη ενός σκοπού
β) «το μαρτύριο του Ταντάλου» — ταλαιπωρία από ανικανοποίητη δίψα
νεοελλ.-μσν.
ψυχική ή σωματική ταλαιπωρία, βάσανο («έχει καταντήσει μαρτύριο η ζωή της μαζί του»)
μσν.-αρχ.
ο δεκάλογος του Μωυσή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μαρτυρώ].