μελικτής

English (LSJ)

μελικτοῦ, ὁ, Dor. μελικτάς, (μελίζω B) singer, player; esp. fluteplayer, Theoc.4.30, Mosch.3.7; cf. μελιστής.

Greek (Liddell-Scott)

μελικτής: -οῦ, ὁ, Δωρ. -κτάς, (μελίζω Β) ἀοιδός, μουσικός, ἰδίως αὐλητής, Θεόκρ. 4. 30, Μόσχ. 3. 7· - ὡσαύτως μελιστής.

Greek Monolingual

μελικτής, δωρ. τ. μελικτάς, ὁ (Α) μελίζω
1. αοιδός, μουσικός, τραγουδιστής
2. (ειδικά) αυλητής («ἐγὼ δέ τις εἰμὶ μελικτὰς κεὖ μὲν τά Γλαύκας ἀγκρούομαι», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

μελικτής: -οῦ, ὁ, Δωρ. -κτάς (μελίζω), τραγουδιστής, εκτελεστής μουσικού οργάνου, σε Θεόκρ., Μόσχ.

Middle Liddell

μελικτής, οῦ, ὁ, μελίζω
a singer, player, Theocr., Mosch.

Mantoulidis Etymological

(=αὐλητής). Ἀπό τό μελίζω κι' αὐτό ἀπό τό μέλος.