μικρόψυχος
English (LSJ)
μικρόψυχον, mean-spirited, Isoc.4.172 (Comp.), D.18.269, Arist.EN1123b10. Adv. μικροψύχως = pusillanimously Procop.Gaz.Ep.59.
German (Pape)
[Seite 185] von kleiner Seele, niedriger Gesinnung, kleinmütig, nach Arist. Eth. 4, 3 ὁ ἐλαττόνων ἑαυτὸν ἀξιῶν ἢ ἄξιος. Bei Dem. 18, 269 Einer, der Andere immer an das erinnert, was er ihnen Gutes gethan dat; bei Isocr. 4, 172 steht μικροψυχότερος dem ἐῤῥωμενέστερος gegenüber; auch Sp., wie Luc. D. Mer. 13. – Auch adv., Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a l'âme petite :
1 pusillanime;
2 envieux, jaloux;
Cp. μικροψυχότερος.
Étymologie: μικρός, ψυχή.
Russian (Dvoretsky)
μῑκρόψῡχος:
1 малодушный, робкий Arst.;
2 неблагородный, низменный Isocr., Dem. etc.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόψῡχος: -ον, (ψυχὴ) ὁ ἔχων μικρὰν ψυχήν, μικρὸν καὶ ταπεινὸν φρόνημα, Ἰσοκρ. 76Β, Δημ. 316. 9, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικομ. 4. 3, 7.
Greek Monolingual
-η, -ον (ΑΜ μικρόψυχος, -ον)
μικροπρεπής, ευτελής, μηδαμινός
(νεοεελ.-μσν.) αυτός που στερείται ψυχικής δύναμης, δειλός, λιπόψυχος.
επίρρ...
μικροψύχως και μικρόψυχα (Α μικροψύχως)
1. άτολμα, δειλά
2. με μικρόψυχο τρόπο, στενόκαρδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].
Greek Monotonic
μῑκρόψῡχος: -ον (ψυχή), λιγόψυχος, με αδύναμο φρόνημα, σε Δημ., Αριστ.
Middle Liddell
μῑκρό-ψῡχος, ον ψυχή
little of soul, meanspirited, Dem., Arist.
English (Woodhouse)
Translations
petty
Armenian: մանր; Bulgarian: дребнав, дребен, незначителен; Czech: drobný, malicherný; Danish: ubetydelig; Dutch: kleinzielig; French: petit, insignifiant, mesquin; German: gering, geringfügig, klein, kleinlich, unbedeutend, unwichtig; Greek: μικροπρεπής; Ancient Greek: μικκός, μικός, μικροπρεπής, μικρός, μικρόψυχος, σμικρός, φλαῦρος; Hungarian: piti, bagatell, jelentéktelen; Italian: meschino, gretto; Japanese: 微小な, 凡庸な, 小さい, 狭量; Latin: pusillus, minutus; Macedonian: ситен, мал; Norwegian: ubetydelig; Bokmål: smålig; Polish: błahy, drobny, małostkowy, nieistotny; Portuguese: fútil, insignificante, pequeno, mesquinho; Romanian: mărunt, meschin; Russian: пустячный, мелкий, мелочный; Spanish: quisquilloso, tiquismiquis, melindroso, de pitiminí, detallista, minucioso, mezquino; Swedish: småaktig, småsint; Ukrainian: малий, дріб'язковий; Welsh: pitw, mân