низменный
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Russian > Greek
χαμαιπετής, ἀγεννής, πρόσγειος, προτίγειος, ῥυπαρός, ἀφιλότιμος, μικρόψυχος, χθαμαλός, χαμηλός, δυσγενής, ἀνελεύθερος, ταπεινός, ἀνδραποδώδης, ὀργανικός, φορτικός, ὕπτιος, πάνδημος