μονός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ μονός, -ή, -όν)
(για αριθμό) αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί διά του δύο, περιττός, σε αντιδιαστολή προς τον άρτιο, τον ζυγό
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο, απλός, μονομερής («μονή κλωστή»)
2. (για άνθος) αυτός που έχει απλή στεφάνη
3. (για φυτό) αυτό που έχει άνθη με απλή στεφάνη
4. φρ. α) «μονά-ζυγά», «μονά ή ζυγά» — είδος παιχνιδιού κατά το οποίο ένας από τους παίκτες κρύβει στην παλάμη του μερικά ομοειδή πράγματα και ζητεί από τον συμπαίκτη του να μαντέψει αν ο αριθμός τών πραγμάτων αυτών είναι άρτιος ή περιττός
β) «μονά ζυγά δικά σου» — λέγεται για εκείνους που τά θέλουν όλα δικά τους
5. παροιμ. «του χωριάτη το σκοινί μονό δεν φτάνει, διπλό φτάνει και περισσεύει» — λέγεται για να δηλώσει ότι για τους φτωχούς είναι όλα δύσκολα και ανάποδα
μσν.
1. μοναδικός
2. μόνος, χωρίς συντροφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος, με καταβιβασμό του τόνου, κατά τα αριθμητικά διπλός, τριπλός κ.λπ.].