μυκός
English (LSJ)
Greek Monolingual
μυκός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ὡς εἴ τις εἴποι μυσαττόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mū-, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που παράγεται με κλειστά τα χείλη (πρβλ. μῦ, μύω) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. mūka- «άφωνος» και mukka- «στόμα». Ο τ. μυττός (πιθ. < μυκ-yoς) συνδέεται με το λατ. mūtus «άλαλος», ενώ ο εκφραστικός τ. μύνδος συνδέεται με το αρμεν. munĵ «άφωνος, βουβός» (πρβλ. επίσης μύρκος, μυρικάς). Στη Νέα Ελληνική η λ. αντικαταστάθηκε με τη λ. βουβός (αλλά πρβλ. κατωιταλ. mindo «μύνδος, με μικρά αφτιά»)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: ἄφωνος H. (in alphab. wrong position).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably], XX [unknown]
Etymology: One compares Skt. mū́ka- dumb. -- With dental μυττός (< *-κι̯-?), μύτης, μύδος (H.), μύνδος (S. Fr. 1072, Lyc. 1375, Call. Fr.260; unterital. with small ears, Rohlfs ByzZ 37, 58f.), μυναρός (H.) id.. On itself sands μύρκος ὁ καθόλου μη δυνάμενος λαλεῖν. Συρακούσιοι. ἐνεός, ἄφωνος H.; μυρικᾶς ἄφωνος, ἐν ἑαυτῳ̃ ἔχων ο μέλλει πράττειν H. (cf. v. Blumenthal Hesychst. 42). -- From sound imitating mū, s. μύω (?); on the dental-formations cf. Lat. mūtus, s. further W.-Hofmann on mūtus; with μύνδος (s.v.) Arm. munǰ dumb (< *mun(d)i̯os?); s. auch 1. mundus. With μύρκος agrees formally Lat. murcus mutilated, especially of him, who, so as not to become soldier, cuts off his thumbs; it could be a loan from Lat. in Sicil. (rather than the other way round), s. W.-Hofmann s.v. - μύνδος may have prenasal. beside μύδος (and must therefore be retained; against Latte, whose note is not clear to me). I think that μυναρός is a misreading for *μυνδρος. The other forms cannot be easyly fitted in. Continues μυρικ-ᾶς a form *mury-k-? - The group is very unclear. (Do the the words with μυ(ν)δ- belong here?)
Frisk Etymology German
μυκός: {mukós}
Meaning: ἄφωνος H. (an alphab. unrichtiger Stelle).
Etymology: Mit aind. mū́ka- stumm identisch. — Mit Dental μυττός (< *-κι̯-?), μύτης, μύδος (H.), μύνδος (S. Fr. 1072, Lyk. 1375, Kall. Fr.260; unterital. kleinohrig, Rohlfs ByzZ 37, 58f.), μυναρός (H.) ib.. Für sich steht μύρκος· ὁ καθόλου μὴ δυνάμενος λαλεῖν. Συρακούσιοι. ἐνεός, ἄφωνος H.; μυρικᾶς· ἄφωνος, ἐν ἑαυτῳ̃ ἔχων δ μέλλει πράττειν H. (dazu v. Blumenthal Hesychst. 42). — Aus schallnachahmendem mū (s. μύω); zu den Dentalbildungen vgl. lat. mūtus, dazu m. weiterer Lit. W.-Hofmann s. mūtus; zu μύνδος vgl. arm. munǰ stumm (aus *muni̯os?); s. auch 1. mundus. Zu μύρκος stimmt formal lat. murcus verstümmelt, insbes. von dem, der, um nicht Soldat zu werden, sich den Daumen abschnitt; es kann sich um eine Entlehnung aus dem Lat. ins Sizil. (eher als umgekehrt) handeln, s. W.-Hofmann s.v.
Page 2,268
German (Pape)
Hesych. erkl. durch μιαρός, Andere überhaupt = dumm, einfältig (vgl. κορυζώδης); kommt wohl nur bei Gramm. vor.