μυναρός
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
Full diacritics: μυναρός | Medium diacritics: μυναρός | Low diacritics: μυναρός | Capitals: ΜΥΝΑΡΟΣ |
Transliteration A: mynarós | Transliteration B: mynaros | Transliteration C: mynaros | Beta Code: munaro/s |
μυναρός: «σιωπηλὸς» Ἡσύχ.
μυναρός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σιωπηλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυναρός αντί μυνδαρός (< μυνδός)].
μύνδος See also: s. μυκός.
μυναρός: μύνδος
{munarós}
See also: s. μυκός.
Page 2,270