νήχω

English (LSJ)

Dor. νάχω (προσνήχω, q.v.):—swim, νηχέμεναι μεμαώς Od.5.375; νῆχε ib.399; νῆχον πάλιν 7.280; νῆχον ἐπ' ἄκρον ὕδωρ Hes.Sc. 317; νήχει Nic.Al.590:—mostly Med. νήχομαι, part. νηχόμενος Od. 7.276, 14.352, Hes.Sc.211; inf. νήχεσθαι Democr.172: poet. impf. νήχοντο Titanomach.4 (cj. for νήχοντες): fut. νήξομαι Od.5.364, Timo 32: aor. ἐνήξατο Lyc.76; part. νηξαμένη AP9.36 (Secund.): the Med. forms alone used in later Prose, Plb.3.84.9, 5.48.9, Plu.2.1063b, Luc.Dom.1, Ael.NA3.11, and in compounds (fut. νήξω f.l. in Ael.NA9.25).

German (Pape)

[Seite 255] = νέω, schwimmen; νηχέμεναι μεμαώς Od. 5, 375, öfter; Hes. Sc. 317. – Gew. im med.; νηχόμενος τόδε λαῖτμα διέτμαγον, Od. 7, 276; χερσὶ διήρεσσ' ἀμφοτέρῃσιν νηχόμενος 14, 352, öfter, wie Hes. Sc. 211; auch in sp. Prosa oft, wie Luc. V. H. 1, 30; νήχομαί τι, D. Per. 141; – Paus. 10, 20, 4 u. a. Sp. auch wieder im act.; vgl. Schäf. zu Schol. Par. Ap. Rh. 4, 937.

French (Bailly abrégé)

nager;
Moy. νήχομαι (ao. part. fém. νηξαμένη) m. sign.
Étymologie: p. *σνήχω, de la R. Σνα, Να, couler ; cf. νᾶμα, ναῦς, lat. nare, natare, navis.

Russian (Dvoretsky)

νήχω: (преимущ. med.) плыть, плавать (ἐπ᾽ ἄκρον ὕδωρ Hes.; ἐν χρῷ Plut.; χαροποῖς κύμασι Anth.): νηχέμεναι μεμαώς Hom. желая поплыть; πάντα τὰ νηχόμενα Anth. все плавающее, т. е. рыбы.

Greek (Liddell-Scott)

νήχω: Δωρ. νάχω (πρβλ. προσ-)· μέλλ. νήξω Αἰλ. π. Ζ. 9. 25· -κολυμβῶ, νηχέμεναι μεμαὼς Ὀδ. Ε. 375· νῆχε αὐτόθι 399· νῆχον πάλιν Η. 280· νῆχον ἐπ’ ἄκρον ὕδωρ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 317· - κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. νήχομαι, μετοχ. νηχόμενος Ὀδ. Η. 276., Ξ. 372, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 311· ἀπαρ. νήχεσθαι Ἀλκαῖ. 104· ποιητ. παρατ. νήχοντο Σοφ. παρ’ Εὐστ. 1389. 8· μέλλ. νήξομαι Ὀδ. Ε. 364· ἀόρ. ἐνήξατο Λυκόφρ. 76, Διον. Π. 141· νηξάμενος Ἀνθ. Π. 9. 36· παθ. μέλλ. νηχήσομαι Χρησμ. Σιβ. 2. 209· - πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-, ἐπι-, προσ-, συννήχομαι, κτλ. - Τὸ ἀποθ. εἶναι ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς διανήχομαι, Αἰλ. π. Ζ. 3. 11, Πλούτ. 2. 161F, 1063Β, Λουκ. κτλ.· τὸ δὲ ἐνεργ. οὐδαμοῦ, διότι ἐν Παυσ. 10. 20, 7, διωρθώθη νεῖν ἐξ Ἀντιγράφ.

English (Autenrieth)

(σνήχω) and νήχομαι, inf. νηχέμεναι, part. νηχόμενος, ipf. νῆχον, fut. νήξομαι: swim. (Od.)

Greek Monotonic

νήχω: (νέω Β)· Δωρ. νάχω· Επικ. παρατ. νῆχον, απαρ. νηχέμεναι· μέλ. νήξω· κολυμπώ, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· επίσης, ως αποθ., νήχομαι, μτχ. νηχόμενος· μέλ. νήξομαι, μτχ. αορ. αʹ νηξάμενος, σε Ανθ.· Ενεργ., σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.

Frisk Etymological English

νήχομαι
Grammatical information: v.
Meaning: swim
See also: s. 1. νέω.

Middle Liddell

[νέω2]
to swim, Act. Od., Hes. also as Dep., Od., Anth.

Frisk Etymology German

νήχω: νήχομαι
{nḗkhō}
Meaning: schwimmen
See also: s. 1. νέω.
Page 2,319