νιπτήρας

Greek Monolingual

και νιφτήρας, ο (ΑΜ νιπτήρ, -ῆρος, Μ και νιπτήρας, ό, και νιπτήρα, ἡ)
1. λεκάνη για νίψιμο
2. εκκλ. σκεύος που βρίσκεται κοντά στην αγία πρόθεση του ιερού βήματος του ναού, για να πλένουν οι ιερείς τα χέρια τους πριν από τη θεία λειτουργία, πράξη που έχει συμβολική σημασία σχετική με την εσωτερική καθαρότητα
3. το πλύσιμο τών ποδιών τών αποστόλων από τον Ιησού πριν από τον Μυστικό Δείπνο
4. φρ. «Ακολουθία του Νιπτήρος»
εκκλ. τελετή που γίνεται τη Μεγάλη Πέμπτη και κατά την οποία ο πατριάρχης, ο ηγούμενος ή ένας ανώτερος κληρικός πλένει τα πόδια δώδεκα κληρικών μιμούμενος την ανάλογη πράξη του Ιησού κατά τον Μυστικό Δείπνο
νεοελλ.
ειδική κατασκευή από πορσελάνη ή μέταλλο η οποία χρησιμεύει κυρίως για πλύσιμο τών χεριών και του προσώπου
αρχ.
καθένας που νίβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + επίθημα -τήρ (πρβλ. λουτήρ)].