νομέας
Greek (Liddell-Scott)
νομέας: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ νομεύς, Ἀνθολ. Π. 8, 17.
Greek Monolingual
(I)
ο (Α νομεύς, -έως και μτγν_ τ. νομέας, -ου, επικ. γεν. νομῆος)
ποιμένας, βοσκός
νεοελλ.
1. (νομ.) το υποκείμενο της νομής, εκείνος που ασκεί φυσική εξουσία επί πράγματος «διανοίᾳ κυρίου», δηλαδή θέλοντας να έχει το πράγμα δικό του
2. συν. στον πληθ. οι νομείς
ισχυρές χαλύβδινες ή ξύλινες δοκοί από σκληρό ξύλο με καμπύλο σχήμα, οι οποίες στερεώνονται κατά ίσα διαστήματα σε καθεμιά από τις δύο πλευρές της τρόπιδας του πλοίου και συναποτελούν με αυτήν τον σκελετό του
3. ο επικαρπωτής, αυτός που έχει την επικαρπία ενός ακινήτου
αρχ.
1. αυτός που διανέμει, που διαμοιράζει
2. στον πληθ. oἱ νομέες, τα εγκοίλια, οι πλευρές του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππεύς)].
(II)
ο
ζωολ. γένος περκόμορφων οστεοϊχθύων της οικογένειας nomeidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. nomeus].
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
νομέας: ου ὁ Anth. = νομεύς.
German (Pape)
ὁ, = νομεύς, Greg.Naz. ep. (VIII.17).