ξανανιώνω
Greek Monolingual
και ξανανεώνω
1. κάνω πάλι κάποιον νέο ή κάνω κάποιον να νιώσει πάλι νέος, αναζωογονώ
2. ξανακάνω κάτι καινούργιο
3. επανέρχομαι στην πρώτη μου ακμή
4. γίνομαι ή αισθάνομαι πάλι νέος, ακμαίος, αναζωογονούμαι («αν άσπρισ', αν εγέρασα, για σέ θα ξανανιώσω», Βαλαωρ.)
5. φαίνομαι δροσερότερος («με την αυγή και με το φως τα πάντα ξανανιώνουν», Παλαμ.)
6. γεννιέμαι για δεύτερη φορά, ξαναγεννιέμαι.