ξεχρεώνω

Greek Monolingual

1. απαλλάσσω κάποιον από χρέος, από οφειλή («με τις λίγες οικονομίες που είχα ξεχρέωσα τον πατέρα μου»)
2. εξοφλώ, απαλείφω χρέος, διαγράφω οφειλήδουλεύω σκληρά για να ξεχρεώσω το σπίτι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + χρεώνω].