ολέκω

Greek Monolingual

ὀλέκω και ὀλέσκω (ΑΜ)
1. (συν. για πρόσ.) επιφέρω όλεθρο, καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω («oἱ δ' αλλήλους ὀλέκουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. φονεύω
3. παθ. ὀλέκομαι
(ιδίως σχετικά με βίαιο θάνατο) πεθαίνω, χάνομαι, αφανίζομαι («ὀλέκομαι πνεύματι φερόμενος, δέομαι ταφῆς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. θ. ολε- (βλ. λ. ὄλλυμι) με παρέκταση -κ-, πρβλ. διώκω, ἐρύκω. Ο τ. ὀλέσκω < θ. ολε- + επίθημα -σκω (πρβλ. διδάσκω)].