οργανωτής

Greek Monolingual

ο, θηλ. οργανώτρια
1. αυτός που οργανώνει, αυτός που πραγματοποιεί την οργάνωση, διοργανωτής
2. βιολ. α) το μεσενδοδερμικό τμήμα του ραχιαίου χείλους του βλαστοπόρου κατά το στάδιο του γαστριδίου στο έμβρυο του βατράχου, αλλ. πρωταρχικός επαγωγέας
β) φρ. «οργανωτής του πυρηνίσκου» — περιοχή ειδικών χρωματοσωμάτων που σχηματίζουν τους πυρηνίσκους και περικλείουν τα γονίδια τα οποία κατευθύνουν τη σύνθεση του ριβοσωμικού ριβοζονουκλεϊκού οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οργανώνω. Η λ. οργανωτής μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Ξένο, ενώ η λ. οργανώτρια από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].