πάμπαν

English (LSJ)

Adv., (πᾶς)
A wholly, altogether, with Verb, Il.1.422, Od.2.49, Hes.Op.275, 302, Sapph.51.4, Pi.O.2.69, Emp.140: with Adj., π. ὀϊζυρός Od.20.140, cf. E.Med. 1091 (anap.); οὐ π. ἀληθέες Call.Jov.60: with Adv., π. ἐτήτυμον Il.13.111: preceded by a neg., οὐδέ τι πάμπαν not at all, by no means, 9.435, cf. 21.338: with the Art., τὸ π. E.Rh.855, Fr.196: rare in early Prose, Hdt.2.45, X. Ages.11.4, Aen. Tact.16.2; τὸ π. Pl.Plt. 270e, Ti.41b: freq. in Arist., as Cael.286a6, al.
II as adjective, πάμπαν τὸ λοιπόν IG12.6.117.

German (Pape)

[Seite 454] ganz und gar, gänzlich; πολέμου δ' ἀποπαύεο πάμπαν, Il. 1, 422; βίοτον δ' ἀπὸ π. ὀλέσσαι, Od. 2, 49; u. mit der Negation, ganz und gar nicht, durchaus nicht, Hom. oft, οὐδέ τι πάμπαν ἀμύνειν ἐθέλεις Il. 9, 435, μηδέ σε π. ἀποτρεπέτω Il. 21, 338; ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες, Pind. Ol. 13, 57; N. 10, 58; πάμπαν ἄπειροι, Eur. Med. 1091; öfter bei sp. D., wie Ap. Rh. 1, 480, Opp. Cyn. 2, 348. – Seltener in Prosa; κομιδῇ τὸ πάμπαν ἐξηφανίζετο, Plat. Polit. 270 e; Arist. H. A. 3, 1; Hdn.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout à fait, complètement, entièrement ; τὸ πάμπαν m. sign. ; ἐς πάμπαν LUC pour toujours ; précédé de la nég. : pas du tout, absolument pas, qqf pas tout à fait, pas absolument.
Étymologie: πᾶν redoublé.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμπαν [πᾶς, πᾶν] adv., geheel en al, helemaal:; ἐς π. (voor) altijd Luc. 44.30; τὸ π. = π.; met ontk..; ἐς Τροίην δ’ οὐ π. ἔτι τρέπεν ὄσσε maar naar Troje keek hij totaal niet meer Il. 13.7; ook versterkt. μηδὲ... πάνυ π. absoluut helemaal niet Aristoph. Pax 121.

Russian (Dvoretsky)

πάμπᾰν: (τό) adv. [удвоен. πᾶν совсем, совершенно (π. πολέμου ἀποπαύεσθαι Hom.): π. ἄποτμος Hom. глубоко несчастный; μή σε π. ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω Hom. пусть только он тебя никакими речами не склонит; ἐς π. Luc. навсегда.

English (Autenrieth)

altogether, entirely; with neg., not at all, ‘by no means.’

English (Slater)

πάμπᾰν altogether, emphasising verbs. ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (O. 2.69) οἱ δ' ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες (O. 13.59) ἐπεὶ τοῦτον ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ, εἴλετ αἰῶνα Πολυδεύκης (N. 10.58) “μακάρων τ' ἐπιχώριον τεθμὸν πάμπαν ἐρῆμον ἀπωσάμενος (Pae. 4.47) τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος Παρθ. 1. 17.

Greek Monolingual

πάμπαν (Α)
επίρρ.
1. εξ ολοκλήρου, τελείως, παντελώς («πάμπαν ἀπείρως ἔχειν», Ηρόδ.)
2. φρ. «οὐδέ τι πάμπαν» — κατ' ουδένα τρόπο, ουδόλως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πᾶν].

Greek Monotonic

πάμπᾰν: επίρρ. (πᾶς), όπως το πάνυ, αρκετά, καθολικά, παντελώς, σε Όμηρ., Ησίοδ., Ευρ.· οὐδέ τι πάμπαν, καθόλου, με κανένα τρόπο, σε Ομήρ. Ιλ.· μαζί με το άρθρο, τὸ πάμπαν, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πάμπᾰν: Ἐπίρρ. (πᾶς) ὡς τὸ συνηθέστερον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ πάνυ ἢ παντελῶς, μετὰ ῥήματος, Ἰλ. Α. 422, Ὀδ. Β. 49. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 273, 300, Πινδ. Ο. 2. 125· μετ’ ἐπιθ., π. ὀϊζυρὸς Ὀδ. Υ. 140, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1091· μετ’ ἐπιρρ., π. ἐτήτυμον Ἰλ. Ν. 111· προηγουμένου ἀρνητικοῦ, οὐδέ τι πάμπαν, οὐδόλως, κατ’ οὐδένα, τρόπον, Ι. 435· πρβλ. Φ. 338· μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ π. Εὐρ. Ρῆσ. 855, Ἀποσπ. 196· - σπάνιον παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν πεζῶν, οἷον Ἡρόδ. 2. 45, Πλάτ. Πολιτικ. 270Ε, Τίμ. 41Β, Ξεν. Ἀγησ. 11, 4· συχν. παρ’ Ἀριστ.

Middle Liddell

[πᾶς]
like πάνυ, quite, wholly, altogether, Hom., Hes., Eur.; οὐδέ τι πάμπαν not at all, by no means, Il.: with the Art., τὸ π. Eur.