πάστα
Greek Monolingual
η
1. οποιουδήποτε είδους ζυμαρικό
2. είδος γλυκίσματος το οποίο περιέχει κυρίως ζύμη, ζάχαρη, βούτυρο και αβγά
3. κάθε πολτός που προέρχεται από ανάμιξη διαφόρων υλικών
4. μτφ. η φύση, ο χαρακτήρας, το ποιόν ενός ατόμου («είναι φτειαγμένοι από την ίδια πάστα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. pasta < πάστη «ζύμη»].