πήγμα
Greek Monolingual
το / πῆγμα, ΝΑ
1. καθετί που είναι συναρμοσμένο, συναρμολογημένο από πολλά τεμάχια, από πολλά μέρη
2. το πάνω από τους τροχούς μέρος τών τροχοφόρων οχημάτων, η καροσερί
3. ο σκελετός σκάφους
αρχ.
1. ο σκελετός της στέγης οικοδομήματος
2. ο σκελετός του ανθρώπου
3. παράπηγμα ή εξέδρα του αρχαίου θεάτρου
4. ξύλινο πολυώροφο κατασκεύασμα του ρωμαϊκού θεάτρου, που μπορούσε να συμπτύσσεται, ώστε οι επάνω όροφοι να χωρούν μέσα στους κατώτερους
5. βιβλιοθήκη, ο ξύλινος σκελετός και τα ράφια της
6. οτιδήποτε έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί (α. «τὸ πῆγμα τῆς χιόνος» — ο πάγος
β. «τὸ πήγμα τῆς τροφῆς» — το λίπος)
8. οτιδήποτε συντελεί στην πήξη υγρού, ὁπως η πυτιά στο γάλα
9. φρ. «ὅρκου πήγμα γενναίως παγέν» — όρκος που έχει συναφθεί τίμια, με ειλικρίνεια (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγνυμι + κατάλ. -μα].