πήρωση

Greek Monolingual

η / πήρωσις, -εως, ΝΜΑ πηρώ
1. βλάβη ή ατέλεια, αναπηρία, ανικανότητα ενός μέλους του σώματος ή μιας αισθήσεως (α. «γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις», Δημόκρ.
β. «πήρωσις ἀκοῆς», Πλούτ.)
2. (ειδ.) η τύφλωση («καὶ ὁ ἥλιος φανεὶς ἰᾱται τὴν πήρωσιν», Λουκιαν.)
3. (μτφ. για την ψυχή) τραυματίζομαι, πληγώνομαι
νεοελλ.
1. (κτην.) οστική δυστροφία τών νεοσσών πτηνών, που οφείλεται σε έλλειψη μαγγανίου και χαρακτηρίζεται από δυσμορφία του ταρσού, που προκαλεί εξάρθρωση του αχίλλειου τένοντα και αναγκάζει το πόδι να κυρτώνεται προς τα έξω
2. φρ. «πήρωση κτήνους»
στρ. ο ακρωτηριασμός κτήνους, εξαιτίας του οποίου τούτο γίνεται ανίκανο για εργασία.