πίληση

Greek Monolingual

η / πίλησις, -ήσεως, Ν ΜΑ [[[πιλώ]] (Ι)]
η τέχνη της κατασκευής πιλημάτων, το ξάσιμο, ο καθαρισμός και η συγκόλληση με πίεση βρεγμένου μαλλιού και τριχών ζώων με τη χρησιμοποίηση και άλλων ουσιών
αρχ.
1. η συμπύκνωση, η στερεοποίηση, κυρίως η συστολή από το ψύχος
2. η υπερβολική φόρτωση τών ζώων.