πίστωση

Greek Monolingual

η / πίστωσις ΝΜΑ πιστώ
νεοελλ.
1. η ενέργεια του πιστώνω, η συναλλαγή μεταξύ δύο μερών στην οποία το ένα μέρος, ο πιστωτής ή δανειστής, προσφέρει χρήμα, αγαθά, υπηρεσίες ή χρεώγραφα, με αντάλλαγμα μια μελλοντική υπόσχεση πληρωμής από το άλλο μέρος, τον οφειλέτη ή δανειζόμενο
2. η εγγραφή στα λογιστικά βιβλία χρηματικού ποσού, κονδυλίου, με το οποίο πιστώνεται κάποιος
3. (κατ' επέκτ.) το χρηματικό ποσό με το οποίο πιστώνεται κανείς
4. η μία από τις δύο μερίδες κάθε λογαριασμού στην οποία καταχωρίζονται τα κονδύλια που έχει να λάβει κάποιος, το λαβείν του
5. (πτωχ. δικ.) απαίτηση πτωχευτικού δανειστή που θα εξελεγχθεί και θα ικανοποιηθεί κατά τις διατάξεις του πτωχευτικού δικαίου
6. φρ. α) «επί πιστώσει» ή «με πίστωση»
(σε παροχή χρημάτων ή εμπορευμάτων) χωρίς άμεση καταβολή του αντιτίμου, με βερεσέ
β) «πίστωση χρόνου»
μτφ. το χρονικό διάστημα, η προθεσμία που δίνεται σε κάποιον προκειμένου να εκτελέσει ένα έργο ή να πραγματοποιήσει μια υπόσχεση
μσν.-αρχ.
βεβαίωση, επιβεβαίωση.