πανομοιότυπος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για σχέδιο, εικόνα, υπογραφή κ.λπ.) ο εντελώς όμοιος με το πρωτότυπο
2. το ουδ. ως ουσ. το πανομοιότυπο
α) ακριβής απομίμηση ή πιοτό αντίγραφο πρωτοτύπου
β) καθετί που μοιάζει καταπληκτικά με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανόμοιος + τύπος (πρβλ. στερεότυπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Αδ. Κοραή].