παπούτσι
Greek Monolingual
το / παπούτζιν και παπούκιν, ΝΜ
προστατευτικό περικάλυμμα τών ποδιών κατασκευασμένο από δέρμα, συνθετική ύλη ή ύφασμα, το οποίο στο σημείο που έρχεται σε επαφή με το έδαφος είναι ενισχυμένο με σόλες, υπόδημα
(νεοελλ·)
1. φρ. α) «τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια» — δεν του δίνω καμία σημασία, δεν τον υπολογίζω, τον περιφρονώ
β) «του 'δωσα τα παπούτσια στο χέρι» — τον εγκατέλειψα ή τον έδιωξα
γ) «του 'βαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι» — τον στρίμωξε, τον περιόρισε και τον κάνει ό,τι θέλει
δ) «έβγαλε γλώσσα παπούτσι» — αυθαδίασε
2. παροιμ. «παπούτσι από τον τόπο σου κι ας ειν' και μπαλωμένο» — είναι προτιμότερος ο γάμος με άτομο από τον τόπο σου, ας είναι και φτωχό, παρά με άτομο πλούσιο από ξένο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. papuc, αραβικής προέλευσης].