περίπτωμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A accidental happening: hence,
1 calamity, Pl.Prt. 345b.
2 lucky chance, LXX Ru.2.3.
German (Pape)
[Seite 589] τό, Unfall, Zufall, Plat. Prot. 345 b u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
conjoncture, particul. accident, malheur.
Étymologie: περιπίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίπτωμα -ατος, τό [περιπίπτω] ongelukkige gebeurtenis.
Russian (Dvoretsky)
περίπτωμα: ατος τό (несчастная) случайность, случай Plat.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
τὸ, Α περιπίπτω
1. τυχαίο συμβάν
2. δυστύχημα, συμφορά
3. ευτυχής σύμπτωση, συγκυρία, καλή τύχη.