περιιάπτω
English (LSJ)
wound all round, περὶ θυμὸς ἰάφθη Theoc.2.82.
Russian (Dvoretsky)
περιιάπτω: поражать вокруг: περὶ θυμὸς ἰάφθη Theocr. вся душа смятена (v.l. πυρὶ θυμὸς ἰάφθη).
Greek (Liddell-Scott)
περιιάπτω: τιτρώσκω πανταχόθεν, περὶ θυμὸς ἰάφθη, ἐτρώθη πανταχόθεν, Θεόκρ. 2.82.
Greek Monolingual
Α
τραυματίζω από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἰάπτω «ρίπτω, εξακοντίζω»].
Greek Monotonic
περιιάπτω: τραυματίζω παντού ολόγυρα, περὶ θυμὸς ἰάφθη (γʹ ενικ. Παθ. αορ. αʹ), σε Θεόκρ.
Middle Liddell
to wound all round, περὶ θυμὸς ἰάφθη (3 sg. aor1 pass.) Theocr.