πλακούς

Greek Monolingual

ο / πλακοῦς, -οῦν τος, ΝΜΑ, και πλακούντας Ν
είδος εδέσματος που παρασκευάζεται από ζύμη με την προσθήκη άλλων υλικών, και το οποίο έχει σχήμα πλατύ, η πίτα
νεοελλ.
1. κάθε είδος μικρού γλυκίσματος από ζυμάρι
2. κάθε πεπιεσμένη και πεπλατυσμένη μάζα
3. (ανατ.-φυσιολ.) το αγγειοβριθές ὁργανο που συνδέει το έμβρυο με τη μήτρα της μητέρας, διά μέσου του οποίου γίνονται οι μεταβολικές ανταλλαγές του αναπτυσσόμενου ατόμου με τη στενή συνεργασία εμβρυϊκών και ορισμένων ιστών της μήτρας
4. βοτ. α) το τμήμα της επιφάνειας ενός καρπόφυλλου στο οποίο είναι προσκολλημένες οι σπερματικές βλάστες
β) (κατ' επέκτ.) ο ιστός με τον οποίο τα σπόρια και τα σποριάγγεια συνδέονται με τον μητρικό ιστό
γ) (χημ.-τεχνολ.) ακατέργαστο υπόλειμμα το οποίο παραμένει μετά την απομάκρυνση, με τη μέθοδο της έκθλιψης, τών ελαιωδών ουσιών από τους διάφορους ελαιούχους καρπούς ή σπέρματα, η ελαιόπιτα ή ο ελαιοπλακούντας
αρχ.
ο σπερματικός τύπος της μολόχας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλακόεις με συναίρεση (βλ. και -όεις)].