πλειστάκις

English (LSJ)

[ᾰ], Adv., (πλεῖστος) mostly, very often, Hp.Art.51, Arist.EN1153b34, LXX Ec.7.23(22), etc.; ὅτι π. X.Oec.16.14; ὡς π. Hp.Art.67, Antipho 5.86, Pl.R. 459d, etc.—A form πλειστάκι PRyl. 130.12 (i A.D.), EM169.31, Eust.122.7.

German (Pape)

[Seite 628] u. πλειστάκι, adv., das meiste Mal, meistens, πολλάκις δὲ καὶ ἴσως πλειστάκις, Plat. Phil. 40 d; ὅτι πλ., Xen. oec. 16, 14.

French (Bailly abrégé)

adv.
le plus grand nombre de fois ; ὡς πλειστάκις PLAT, ὅτι πλειστάκις XÉN le plus souvent possible.
Étymologie: πλεῖστος, -ακις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλειστάκις [πλεῖστος] adv., zeer vaak, meestal.

Russian (Dvoretsky)

πλειστάκις: (ᾰ) adv. чаще всего, большей частью: ὡς π. Plat. и ὅτι π. Xen. как можно чаще.

Greek (Liddell-Scott)

πλειστάκις: [ᾰ], Ἐπίρρ. (πλεῖστος) ὡς καὶ νῦν, συχνάκις, πολλάκις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 818, Ἀντιφῶν 139. 34, κτλ.· ὅτι πλ. Ξεν. Οἰκ. 16. 14, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 14, 6· ὡς πλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830, Πλάτ. Πολ. 459D, κτλ. ― Ὁ τύπος πλειστάκι μνημονεύεται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 169. 31, Εὐστ. 122. 7.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, πλειστάκι ΜΑ
επίρρ. πάρα πολλές φορές, δηλαδή συχνά («ὅτι πλειστάκις πονηρεύεσεταί σε», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πλεονάκις)].

Greek Monotonic

πλειστάκις: [ᾰ], επίρρ. (πλεῖστος), συνήθως, πιο συχνά, πολύ συχνά, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

πλεῖστος
mostly, most often, very often, Xen., etc.

English (Woodhouse)

oftenest