πλοήγηση
Greek Monolingual
η, Ν πλοηγώ
1. η διακυβέρνηση ενός πλοίου κατά την είσοδο και αγκυροβολία του στο λιμάνι, κατά την έξοδό του από αυτό ή κατά τον διάπλου πορθμών, διωρύγων και διαύλων, ενέργεια που γίνεται ή από τον πλοίαρχο, όταν πρόκειται για σχετικώς μικρά σκάφη, οπότε αυτός βρίσκεται στη γέφυρα και διευθύνει τους χειρισμούς, ή γίνεται από πλοηγό, εφ' όσον υπάρχει στο λιμάνι ή στον δίαυλο πλοηγικός σταθμός, οπότε και πάλι ο πλοίαρχος εξακολουθεί να φέρει εξ ολοκλήρου την ευθύνη της διακυβέρνησης του πλοίου
2. (αθλητ.) μορφή αγωνιστικού παιχνιδιού που διεξάγεται με αυτοκίνητα στα οποία επιβαίνουν ο οδηγός, ο πλοηγός και, πιθανώς, ένα ή δύο μέλη ως πλήρωμα, και σύμφωνα με το οποίο κατά την εκκίνηση οι επιβαίνοντες δεν γνωρίζουν τον προορισμό τους αλλά παίρνουν από τους οργανωτές σφραγισμένους φακέλους, τους ανοίγουν σε προκαθορισμένα σημεία και ακολουθούν τις οδηγίες, βασιζόμενοι συνήθως στη χρήση χαρτών και διαγραμμάτων.