ποδάρι
Greek Monolingual
το / ποδάριον, ΝΜΑ
το πόδι
νεοελλ.
1. πίεση που ασκείται από τον κατακτητή μιας χώρας («στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια», Βιζυην.)
2. φρ. α) «ποδάρι του παλάγκου»
ναυτ. σχοινί ή αλυσίδα με τροχαλία που χρησιμεύει στην ανύψωση βαρών
β) «ποδάρια τών πασαδούρων»
ναυτ. μικρά τεμάχια σχοινιού που κρέμονται από την κεραία πλοίου και συγκρατούν τη διαβάθρα
γ) «έχω καλό [ή γρήγορο ή γερό] ποδάρι» — μπορώ να περπατώ ή να τρέχω γρήγορα και σταθερά
δ) «δουλειά του ποδαριού» — δουλειά που γίνεται πρόχειρα και βιαστικά
ε) «ποδάρια της γατσούλας» — το φυτό ηλιοτρόπιο
3. παροιμ. α) «οπού δεν έχει νου [ή ὁποιος δεν έχει νου], έχει ποδάρια» — όποιος δεν είναι προσεκτικός και μεθοδικός σ' αυτό που κάνει, υποβάλλεται σε κόπους και ταλαιπωρίες που θα μπορούσε να είχε αποφύγει
β) «ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια» — λέγεται για να δηλώσει την ανάγκη να είναι κανείς προνοητικός και προσεκτικός γιατί οι κίνδυνοι και οι δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσει στη ζωή του είναι πολλοί και απροσδόκητοι
μσν.-αρχ.
1. ποδαράκι
2. πόδι επίπλου («σκαμνίον ἔχον ποδάριον ἕν», Νείλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + υποκορ. κατάλ. -άρι (ον) (πρβλ. βιβλı-άριον)].