πολαρόιντ
Greek Monolingual
το
1. (φυσ.-τεχνολ.) φύλλο από διαφανές υλικό το οποίο περιέχει μικροσκοπικούς διχρωικούς κρυστάλλους και προκαλεί την πόλωση τών φωτεινών ακτίνων που διέρχονται μέσα από αυτό
2. φρ. α) «εταιρεία πολαρόιντ» — μεγάλη αμερικανική εταιρεία παραγωγής φωτογραφικών μηχανών και υλικών, ιδρυτής της οποίας είναι ο εφευρέτης της φωτογραφικής μηχανής που παράγει άμεση θετική φωτογραφική εικόνα, δηλαδή χωρίς τη μεσολάβηση αρνητικής πλάκας
β) «φωτογραφική μηχανή πολαρόιντ λαντ» — εμπορική ονομασία της φωτογραφικής μηχανής που παράγει άμεση φωτογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polaroid (< νεολατ. polaris «πολικός» < πολῶ < πόλος) + -oid (< -ειδής)].