προπύλαιος
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, (πύλη)
A before the gate, of the statues of gods, Ἀγυιεῦ τοὐμοῦ προθύρου προπύλαιε Ar.V.875; π. Ἑρμῆς Paus.1.22.8; Ἄρτεμις Id.1.38.6.
II προπύλαια, τά, gateway, entrance, of Egyptian temples, Hdt.2.63, 101, 121, etc.; on the Acropolis at Athens, IG12.92.34, 366.45, Hdt.5.77, Ar.Eq.1326, Th.2.13, D.13.28, 22.13, Aeschin.2.105, Plu.Per.13; at Eleusis, τὰ π. τῆς Δήμητρος καὶ τῆς Κόρης IG22.1187.25; at Epidaurus, ib.42(I).742.23 (ii/iii A.D., prob.): also in sg., τὸ τοῦ Διονύσου π. And.1.38, cf.IG12.363.2, 22.1668.5, D.S.1.67, AP6.297 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 741] vor der Thür, zum Vorhofe gehörig; τὸ προπύλαιον, der Vorhof, bes. eines Tempels, gewöhnlich im plur., Her. 2, 101. 121. 136 u. öfter; Ar. Equ. 1323 u. A.; meist von dem prachtvollen Eingange zur Burg in Athen; τὸ τοῦ Διονύσου, Andoc. 1, 38.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui est devant la porte (d'un temple, d'un édifice, etc.) ; τὰ προπύλαια vestibule ou construction devant un édifice ; particul. à Athènes les Propylées, portique de l'acropole élevé par Périclès.
Étymologie: πρό, πύλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπύλαιος -α -ον [πρό, πύλη] voor de poort; subst. τὸ προπύλαιον poortgebouw, voorportaal; plur. τὰ προπύλαια propyleeën (i.h.b. de toegang tot de Acropolis in Athene).
Russian (Dvoretsky)
προπύλαιος: (ῠ) находящийся впереди ворот, предвратный (Ἀγυιεύς, sc. Ἀπόλλων Arph.).
Greek Monolingual
-α, -ο / προπύλαιος, -αία, -ον, ΝΜΑ
1. (κυρίως για αγάλματα θεών) αυτός που βρίσκεται μπροστά από την πύλη ή τις πύλες («προπύλαιος Ἑρμῆς», Παυσ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προπύλαια
αρχιτεκτονική επέκταση πριν από την κύρια είσοδο ναών, ανακτόρων, αγορών ή κτηριακών συνόλων η οποία διακρίνεται για τον μεγαλοπρεπή διάκοσμό της (α. «τα προπύλαια του πανεπιστημίου» β. «τὸ τοῦ Διονύσου προπύλαιον», Ανδοκ.)
3. φρ. «τα Προπύλαια της Ακροπόλεως» — μνημειώδης πύλη στην είσοδο της Ακρόπολης, της οποίας η ανέγερση άρχισε λίγο πριν από το 480 π. Χ., δηλ. πριν από την κατάληψη της Αθήνας από τους Πέρσες, έμεινε ημιτελές, προφανώς εξαιτίας της εισβολής, υπέστη σοβαρές ζημιές κατά την καταστροφή της Ακροπόλεως και ξαναχτίστηκε κατά την περίοδο 437-432 π. Χ. σύμφωνα με το πρόγραμμα του Περικλέους από τον Μισικλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πύλη + κατάλ. -αιος].
Greek Monotonic
προπύλαιος: [ῠ], -α, -ον (πύλη),
I. αυτός που βρίσκεται πριν από την πύλη, λέγεται για αγάλματα θεών, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ΙI. προπύλαια, τά, διάδρομος που οδηγεί σε πύλες ναού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ., στον ενικ., σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
προπύλαιος: [ῠ], -α, -ον, (πύλη) ὁ πρὸ τῶν πυλῶν, ἐπὶ τῶν ἀγαλμάτων θεῶν, Ἀγυιεῦ τοὐμοῦ προθύρου προπύλαιε Ἀριστοφ. Σφ. 875· π. Ἑρμῆς, Ἄρτεμις Συλλ. Ἐπιγρ. 4301, Παυσ. 1. 22, 8., 1. 38, 6. ΙΙ. προπύλαια, τά, εἴσοδος, πρόθυρα, ἐπὶ τῶν ἐν Αἰγύπτῳ ναῶν, Ἡρόδ. 2. 63, 101, 121, κτλ.· ἐν Ἀθήναις τὰ περίφημα Προπύλαια τῆς ἀκροπόλεως οἰκοδομηθέντα ὑπὸ τοῦ Περικλέους, πρῶτον μνημονευόμενα ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. (5. 77), πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1326, Θουκ. 2. 13, Δημ. 174. 23., 597. 8, Αἰσχίν. 42. 2, Πλουτ. Περικλ. 28· ― ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ τὸ τοῦ Διονύσου πρ. Ἀνδοκ. 6. 13, πρβλ. Διόδ. 1. 67, Ἀνθ. Π. 6. 297, Συλλ. Ἐπιγρ. 3419. ― τροπικῶς, τὰ τῆς παρατάξεως προπύλαια φιλοπόλεμα Θεόφ. Σιμοκ. Ἱστ. IV. 9, 5.
Middle Liddell
προ-πῠ́λαιος, η, ον πύλη
I. before the gate, of the statues of gods, Ar.
II. προπύλαια, ων, τά, the gateway of temples, Hdt., Ar., etc.:—in sg., Anth.