προσπαρέχω

English (LSJ)

A furnish, supply besides, Ἀρκάσι ναῦς Th.1.9, cf. D.C.56.40:—Med., Pl.R. 437e, Lg. 808c.
II cause besides, βλάβας Hp.Art.47.

German (Pape)

[Seite 776] (s. ἔχω), noch dazu hinhalten, darreichen, τινί τι, Thuc. 1, 9; auch med., Plat. Rep. IV, 437 e; Legg. VII, 808 c; Plut. Timol. 8 u. A.

French (Bailly abrégé)

f. προσπαρέξω, ao.2 προσπαρέσχον, etc.
procurer en outre : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: πρός, παρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-παρέχω erbij leveren:. βλάβας ἂν προσπαρέχοι het kan ook nog schade opleveren Hp. Art. 47.

Russian (Dvoretsky)

προσπαρέχω: тж. med. сверх того давать, предоставлять (τί τινι Plat., Thuc., Plut.).

Greek Monolingual

ΜΑ παρέχω
(το ενεργ
και το μέσ.) δίνω κάτι ακόμη σε κάποιον, του χορηγώ κάτι επιπροσθέτως («ναυσί τε πλείσταις αὐτὸς ἀφικόμενος καὶ Ἀρκάσι προσπαρασχὼν [ναῦς]», Θουκ.)
αρχ.
προξενώ σε κάποιον κάτι ακόμη, του επιφέρω επιπρόσθετη βλάβη («προσπαρέχεις βλάβας», Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

προσπαρέχω: μέλ. -έξω, παρέχω ή προμηθεύω επιπλέον, τί τινι, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαρέχω: παρέχω ἢ δίδω προσέτι, τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814˙ Ἀρκάσι ναῦς Θουκ. 1. 9˙ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Πολ. 437Ε, Νόμ. 808C.

Middle Liddell

fut. -έξω
to furnish or supply besides, τί τινι Thuc.; so in Mid., Plat.

Lexicon Thucydideum

insuper praebere, to supply in addition, 1.9.4.