προστάς
English (LSJ)
προστάδος, ἡ, (προΐστημι) prop.
A part between the two antae (or wall-ends) of a building, Vitr.6.7.1, cf. EM688.35.
II vestibule, porch, portico, Callix.1, LXX Jd.3.23, GDI3723.5 (Cos), OGI51.22 (Egypt, iii B.C.), PSI4.396 (iii B.C.), PCair.Zen.445.3, al. (iii B.C.), UPZ77 i 22 (ii B. C.), PTeb.793 xii 25, al. (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 781] άδος, ἡ, Vorzimmer; Ath. V, 205 a; Vitruv. 2, 8; Erkl. von προμολή, Schol. Ap. Rh. 1, 1174. – Auch wie prostibulum, eine feile, öffentliche Dirne, Ath.
Russian (Dvoretsky)
προστάς: άδος ἡ передняя Anth.
ᾶσα, άν part. aor. 2 к προΐστημι.
Greek (Liddell-Scott)
προστάς: -άδος, ἡ (προΐστημι) κυρίως τὸ μέρος τὸ μεταξὺ τῶν δύο παραστάδων οἰκοδομήματος, πρόδομος, ἢ πρόστῳον, Βιτρούβ. 2. 8· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λ. οἶκος· πρόθυρα, Ἀθήν. 205Α· πρβλ. πρόστασις ΙΙ. - Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμ. 688, 35, «πρόδομος, ἡ πρὸ τῆς οἰκίας στοά, ἣν καὶ αἴθουσαν καλεῖ Ὅμηρος· ἔνιοι μὲν παστάδα, τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἣν Ὅμηρος πρόδομον εἴρηκεν.»
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α·1. ο μεταξύ δύο παραστάδων χώρος κτηρίου
2. το προστώο
3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «πρόδομος, ἡ πρὸ τῆς οἰκίας στοά, ἥν καὶ αἴθουσαν καλεῖ Ὅμηρος
ἔνιοι μὲν παστάδα, τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἥν Ὅμηρος πρόδομον εἴρηκεν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προΐσταμαι (για το θ. σταδ- πρβλ. στάδην, στάδιος), πρβλ. παρα-στάς, -άδος].