προμολή
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
ἡ, approach, vestibule, A.R.1.1174: elsewhere in plural, Call. Dian.142, A.R.1.260,320, 4.1160; of the foot of a mountain, AP7.9 (Damag.), Call.Dian.99; mouth of a river, AP7.246 (Antip. Sid.), Opp.C.2.134.
German (Pape)
[Seite 735] ἡ, Vorhof, Ap. Rh. 1, 1174; auch der Raum vor Etwas, der Auslauf eines Berges, Flusses u. dgl., Ἰσσοῦ ἐπὶ προμολῇσι, Antp. Sid. 101 (VII, 246); Ὀλύμπου, Damaget. 5 (VII, 9).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 entrée, avenue;
2 saillie, pied d'une montagne;
3 sommet d'une montagne.
Étymologie: προμολεῖν.
Russian (Dvoretsky)
προμολή: ἡ выход, подступ: παρὰ προμολῇσιν Ὀλύμπου Anth. у подножия Олимпа; Ἰσσοῦ ἐπὶ προμολῇσιν Anth. у истоков Исса.
Greek (Liddell-Scott)
προμολή: ἡ, πρόθυρον, αὐτοῦ δ’ ἐν προμολῇ... γούνατ’ ἔκαμψεν, «ἐν προμολῇ, τῇ προστάδι καὶ τοῖς προθύροις» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1174· ἀλλαχοῦ ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., στῆ δ’ ἄρ’ ἐπὶ προμολῇς, «λέγονται δὲ προμολαὶ τὰ ἐξώπυλα μέρη» (Σχόλ.), αὐτόθι Δ. 320, 260, Δ. 1160· ― ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ὑπωρείας ὄρους, Ἀνθ. Π. 7. 9, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 142· τὸ στόμιον ποταμοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 246.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. πρόθυρο, είσοδος
2. πρόποδες όρους
3. στόμιο ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < προ- + λατιν. moles, -is, «όγκος, κατασκεύασμα, πρόχωμα»].
Greek Monotonic
προμολή: ἡ, λέγεται για πρόποδες βουνού, σε Ανθ.· στόμιο ποταμού, στον ίδ.
Middle Liddell
προμολή, ἡ,
an approach, of the foot of a mountain, Anth.; the mouth of a river, Anth.