πτολίεθρον

English (LSJ)

[ῐ], τό, Ep. lengthened form for πόλις (πτόλις), city, citadel, Il.2.133, Od.1.2, Hes.Sc.81, etc.

German (Pape)

[Seite 811] τό, eigtl. dim. von πόλις, πτόλις, aber ohne verkleinernde Bedeutung, also = πόλις, Stadt; oft von Troja, Il. 1, 164, u. sonst auch von andern Städten; auch Hes. u. sp. D., vgl. Wern. Tryphiod. p. 38.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ville forte.
Étymologie: πτόλις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτολίεθρον -ου, τό [πτόλις] stad.

Russian (Dvoretsky)

πτολίεθρον: τό укрепленный город Hom., Hes., Pind.

Greek (Liddell-Scott)

πτολίεθρον: τό. Ἐπικ. κατ’ ἐπέκτασιν τύπος ἀντὶ πόλις (πτόλις), Ὁμ., Ἡσ.· οὐδέποτε δὲ εὑρίσκεται ὁ τύπος πολίεθρον, Wern. εἰς Τρυφ-) σ. 37.

English (Autenrieth)

town, city, but often in a more restricted sense than πόλις, hence w. gen., Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον, Πύλου αἰπὺ πτολίεθρον, α 2, Od. 3.485.

English (Slater)

πτολῐεθρον citadel κλειναὶ Ἀθᾶναι, δαιμόνιον πτολίεθρον fr. 76. 3.

Greek Monolingual

και πολίεθρον, τὸ, Α
η πόλη («Ἴλιον κάτοικος ἐκπέρσαι, ἐϋ ναιόμενον πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις / πόλις + επίθημα -εθρον (βλ. λ. -θρον), εφόσον δεν πρόκειται περί προελληνικού τύπου που προσαρμόστηκε μορφολογικά στην ελλ. γλώσσα (πρβλ. μέλαθρον)].

Greek Monotonic

πτολίεθρον: τό, Επικ. εκτεταμ. από το πτόλις, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

See also: s. πόλις. Further Ruijgh L'élém. ach. 77 f.

Middle Liddell

πτολίεθρον, ου, τό, [epic lengthd. from πτόλις, Hom.]

Frisk Etymology German

πτολίεθρον: {ptolíethron}
Etymology: Dazu noch Ruijgh L’élém. ach. 77 f.
See also: s. πόλις.
Page 2,615

Mantoulidis Etymological

Ὑποκοριστικό τοῦ πτόλις, ἐπικ. τύπος ἀντί πόλις, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.