ροδίζω
Greek Monolingual
ῥοδίζω ΝΜΑ ῥόδον
1. παίρνω ή έχω το χρώμα του ρόδου, είμαι ή γίνομαι τριανταφυλλής (α. «ο ουρανός ροδίζει» β. ερόδισε η Ανατολή» γ. «ἐπέδειξε τὸν ροδίζοντα λωτόν», Αθήν.)
2. δίνω σε κάποιον ή σε κάτι το χρώμα του ρόδου
νεοελλ.
(για εδέσματα) παίρνω πιο σκούρο χρώμα, κοκκινίζω, αρχίζω να ψήνομαι («ρόδισε η πίτα»)
αρχ.
1. μοιάζω με ρόδο ως προς την οσμή («ῥοδίζω τῇ ὀσμῇ», Διοσκ.)
2. καθιστώ, κάνω κάτι να ευωδιάσει με άρωμα ρόδων («ῥοδίζειν τὸ δέρμα», Αλέξ. Αφρ.)
3. στολίζω τάφο με ρόδα.