ρύθμιση

Greek Monolingual

η / ῥύθμισις, -ίσεως, ΝΜΑ ῥυθμίζω
η διάταξη σύμφωνα με έναν ορισμένο ρυθμό
νεοελλ.
1. (σχετικά με πράγμα ή καταστάσεις) διευθέτηση, διακανονισμός, τακτοποίηση (α. «η ρύθμιση τών θεμάτων αυτών αναβλήθηκε» β. «επιτεύχθηκε η ρύθμιση της τροχαίας κίνησης κατά τον καλύτερο τρόπο»)
2. τεχνολ. επέμβαση σε μηχανή, συσκευή ή όργανο με σκοπό την επίτευξη συνθηκών βέλτιστης λειτουργίας και, συνεπώς, του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος
3. (ηλεκτρολ.-μηχανολ.) η συνεχής προσαρμογή της λειτουργίας μιας ηλεκτρικής μηχανής προς τις απαιτήσεις της κατανάλωσης
4. (θερμ.) αυτόματος έλεγχος της καλής λειτουργίας τών εγκαταστάσεων θέρμανσης κλειστών χώρων με τη βοήθεια θερμοηλεκτρικών διατάξεων, οι οποίες ρυθμίζουν τις παραγόμενες ή τις απαγόμενες ποσότητες θερμότητας με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρούνται οι επιθυμητές κλιματικές συνθήκες
5. (τηλεπικοιν.) επέμβαση στα διάφορα μέσα επικοινωνιών και στα όργανα εκπομπής ή λήψεως με σκοπό τη βελτιστοποίηση τών συνθηκών τηλεπικοινωνιακής σύζευξης
6. φρ. α) «αυτόματη ρύθμιση»
τεχνολ. ρύθμιση της λειτουργίας ενός τεχνικού συστήματος, που πραγματοποιείται με τη βοήθεια διάταξης που λέγεται αυτόματος ρυθμιστής, χωρίς να απαιτείται καμιά επέμβαση του ανθρώπου
β) «γενετική ρύθμιση»
βιολ. κάθε διεργασία που μεταβάλλει τη δραστηριότητα τών γονιδίων ανάλογα με τις συνθήκες, διεργασία η οποία στα βακτήρια περιορίζεται ουσιαστικά στον έλεγχο τών ποσοτήτων ενζυμικής σύνθεσης
γ) «οντογενετική ρύθμιση»
βιολ. η ιδιότητα του ωαρίου και του πρώιμου εμβρύου ορισμένων ζωικών ειδών να αναπτύσσονται φυσιολογικά με άρτια οργάνωση μετά από την απώλεια μέρους του κυτταροπλάσματος ή τών βλαστομεριδίων τους.