σακί

Greek Monolingual

το / σακκίον, ΝΑ, και αττ. τ. σακίον Α [[σάκ(κ)ος]]
(με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος
νεοελλ.
1. (χωρίς υποκοριστική σημ.) σάκος που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη ή μεταφορά διάφορων χύμα αντικειμένων, τσουβάλι
2. (κατ' επέκτ.) το περιεχόμενο ενός σάκου («ένα σακί φακές»)
3. φρ. α) «τόν έβαλε στο σακί» — τόν εξαπάτησε
β) «αγοράζω γουρούνι στο σακί» — αγοράζω κάτι χωρίς να το ελέγξω ή να εξετάσω την ποιότητά του, κάνω επιπόλαιη αγορά
γ) «ας πάει κι αυτή η φούχτα στο σακί» — ας προστεθεί κι αυτή η προσβολή στις άλλες που έχουν ήδη ειπωθεί
4. παροιμ. φρ. «άδειο σακί δεν στέκει»
i) αυτός που πεινάει δεν μπορεί να εργαστεί
ii) λέγεται για τους ανόητους ανθρώπους που δεν έχουν ποτέ δική τους γνώμη και παρασύρονται από τους άλλους
αρχ.
τρίχινο ένδυμα το οποίο φορούσαν ως ένδειξη πένθους.