σαμάρι

Greek Monolingual

το, Ν
1. εξάρτημα που τοποθετείται στη ράχη τών υποζυγίων και χρησιμεύει ως κάθισμα του αναβάτη ή για στερέωση τών φορτίων, το σάγμα
2. μτφ. γωνιώδης κορυφή οποιασδήποτε εδαφικής πτυχής ή μαντρότοιχου που έχει σχήμα γωνίας και παρουσιάζει κλίση και προς τις δύο πλευρές και, γενικά, καθετί που έχει το σχήμα του παραπάνω εξαρτήματος
3. παροιμ. «όποιος δεν μπορεί να δείρει τον γάιδαρο δέρνει το σαμάρι»
i) λέγεται για εκείνους που τιμωρούν τους αδύνατους, οι οποίοι δεν τους έφταιξαν, για όσα έχουν υποστεί από τους ισχυρούς
ii) λέγεται για εκείνους που επιρρίπτουν τις ευθύνες στους αδύναμους και αθώους και όχι στους πραγματικούς ενόχους, τους ισχυρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. σαμάρι < σαγμάριον, υποκορ. του σάγμα «σαμάρι», ενώ, κατ' άλλη άποψη, < λατ. sagmarius «υποζύγιο», sagmarium «φορτίο πάνω στο σαμάρι», κατ' επίδραση του σάγμα.